- ατύφλωτος
- -η, -οαυτός που δεν τυφλώθηκε: Τα μάτια του είχαν πάθει ζημιές από το κρύο, τελικά όμως έμεινε ατύφλωτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ατύφλωτος — η, ο 1. αυτός που δεν τυφλώθηκε από άλλον 2. εκείνος που διατηρεί την όρασή του 3. όποιος δεν τυφλώθηκε από λάθη ή προκαταλήψεις … Dictionary of Greek